Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φαιοχίτων
φάκελος
φακῆ
φακός
φαλαγγηδόν
φαλάγγιον
φαλαγγομαχέω
φαλαγγομάχης
φάλαγξ
φάλαινα
φαλακρόομαι
φαλακρός
φάλανθος
φαλαντίας
φάλαρα
φαλαρίς
φάλαρον
φάλαρος
Φαληρεύς
φαληριάω
Φαληρικός
View word page
φαλακρόομαι
φαλακρόομαι φᾰλακρόομαι, Pass. to become bald, Hdt. from φᾰλακρός
ShortDef
to become bald
Debugging
Headword:
φαλακρόομαι
Headword (normalized):
φαλακρόομαι
Headword (normalized/stripped):
φαλακροομαι
IDX:
34475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34515
Key:
falakro/omai
Data
{'content': 'φαλακρόομαι\n φᾰλακρόομαι,\n Pass. to become bald, Hdt.\n from φᾰλακρός', 'key': 'falakro/omai'}