Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Φαίνων
φαίνω
φαιός
φαιοχίτων
φάκελος
φακῆ
φακός
φαλαγγηδόν
φαλάγγιον
φαλαγγομαχέω
φαλαγγομάχης
φάλαγξ
φάλαινα
φαλακρόομαι
φαλακρός
φάλανθος
φαλαντίας
φάλαρα
φαλαρίς
φάλαρον
φάλαρος
View word page
φαλαγγομάχης
φαλαγγομάχης φαλαγγο-μάχης, ου, ὁ, μάχομαι one who fights in the phalanx, Anth.

ShortDef

one who fights in the phalanx

Debugging

Headword:
φαλαγγομάχης
Headword (normalized):
φαλαγγομάχης
Headword (normalized/stripped):
φαλαγγομαχης
IDX:
34472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34512
Key:
falaggoma/xhs

Data

{'content': 'φαλαγγομάχης\n φαλαγγο-μάχης, ου, ὁ,\n μάχομαι\n one who fights in the phalanx, Anth.', 'key': 'falaggoma/xhs'}