Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φαινόλις
Φαίνων
φαίνω
φαιός
φαιοχίτων
φάκελος
φακῆ
φακός
φαλαγγηδόν
φαλάγγιον
φαλαγγομαχέω
φαλαγγομάχης
φάλαγξ
φάλαινα
φαλακρόομαι
φαλακρός
φάλανθος
φαλαντίας
φάλαρα
φαλαρίς
φάλαρον
View word page
φαλαγγομαχέω
φαλαγγομαχέω φᾰλαγγομᾰχέω, fut. -ήσω to fight in a phalanx; generally, to fight in the ranks, Xen. from φαλαγγομάχης

ShortDef

to fight in a phalanx

Debugging

Headword:
φαλαγγομαχέω
Headword (normalized):
φαλαγγομαχέω
Headword (normalized/stripped):
φαλαγγομαχεω
IDX:
34471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34511
Key:
falaggomaxe/w

Data

{'content': 'φαλαγγομαχέω\n φᾰλαγγομᾰχέω,\n fut. -ήσω\n to fight in a phalanx; generally, to fight in the ranks, Xen.\n from φαλαγγομάχης', 'key': 'falaggomaxe/w'}