Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φαιδρύνω
φαιδρωπός
φαικάσιον
φαικάς
φαινόλης
φαινόλις
Φαίνων
φαίνω
φαιός
φαιοχίτων
φάκελος
φακῆ
φακός
φαλαγγηδόν
φαλάγγιον
φαλαγγομαχέω
φαλαγγομάχης
φάλαγξ
φάλαινα
φαλακρόομαι
φαλακρός
View word page
φάκελος
φάκελος .φάκελος (ᾰ), ὁ, a bundle, fagot, Lat. fasciculus, Hdt., Eur.; ὕλης φάκελοι fascines, Thuc.
ShortDef
a bundle, fagot
Debugging
Headword:
φάκελος
Headword (normalized):
φάκελος
Headword (normalized/stripped):
φακελος
IDX:
34466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34506
Key:
fa/kelos
Data
{'content': 'φάκελος\n .φάκελος (ᾰ), ὁ,\n a bundle, fagot, Lat. fasciculus, Hdt., Eur.; ὕλης φάκελοι fascines, Thuc.', 'key': 'fa/kelos'}