Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φαιδρότης
φαιδρυντής
φαιδρύνω
φαιδρωπός
φαικάσιον
φαικάς
φαινόλης
φαινόλις
Φαίνων
φαίνω
φαιός
φαιοχίτων
φάκελος
φακῆ
φακός
φαλαγγηδόν
φαλάγγιον
φαλαγγομαχέω
φαλαγγομάχης
φάλαγξ
φάλαινα
View word page
φαιός
φαιός .φαιός, ά, όν dusky, dun, gray, Lat. fuscus, Plat.

ShortDef

dusky, dun, gray

Debugging

Headword:
φαιός
Headword (normalized):
φαιός
Headword (normalized/stripped):
φαιος
IDX:
34464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34504
Key:
faio/s

Data

{'content': 'φαιός\n .φαιός, ά, όν\n dusky, dun, gray, Lat. fuscus, Plat.', 'key': 'faio/s'}