Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρυντής
φαιδρύνω
φαιδρωπός
φαικάσιον
φαικάς
φαινόλης
φαινόλις
Φαίνων
φαίνω
φαιός
φαιοχίτων
φάκελος
φακῆ
φακός
φαλαγγηδόν
φαλάγγιον
φαλαγγομαχέω
View word page
φαινόλις
φαινόλις φαινόλις, ιος, ἡ, φαίνω light-bringing, Hhymn.
ShortDef
light-bringing
Debugging
Headword:
φαινόλις
Headword (normalized):
φαινόλις
Headword (normalized/stripped):
φαινολις
IDX:
34461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34501
Key:
faino/lis
Data
{'content': 'φαινόλις\n φαινόλις, ιος, ἡ,\n φαίνω\n light-bringing, Hhymn.', 'key': 'faino/lis'}