Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φαίδιμος
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρυντής
φαιδρύνω
φαιδρωπός
φαικάσιον
φαικάς
φαινόλης
φαινόλις
Φαίνων
φαίνω
φαιός
φαιοχίτων
φάκελος
φακῆ
φακός
φαλαγγηδόν
φαλάγγιον
View word page
φαινόλης
φαινόλης φαινόλης, ου, ὁ, formed from the Lat. paenula, a thick upper garment, a cloak, NTest.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φαινόλης
Headword (normalized):
φαινόλης
Headword (normalized/stripped):
φαινολης
IDX:
34460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34500
Key:
faino/lhs
Data
{'content': 'φαινόλης\n φαινόλης, ου, ὁ,\n formed from the Lat. paenula, a thick upper garment, a cloak, NTest.', 'key': 'faino/lhs'}