Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φαεσφόρος
Φαίαξ
φαίδιμος
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρυντής
φαιδρύνω
φαιδρωπός
φαικάσιον
φαικάς
φαινόλης
φαινόλις
Φαίνων
φαίνω
φαιός
φαιοχίτων
φάκελος
φακῆ
φακός
View word page
φαικάσιον
φαικάσιον φαικάσιον, ου, τό, Dim. of φαικάς, Plut.

ShortDef

a white shoe

Debugging

Headword:
φαικάσιον
Headword (normalized):
φαικάσιον
Headword (normalized/stripped):
φαικασιον
IDX:
34458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34498
Key:
faika/sion

Data

{'content': 'φαικάσιον\n φαικάσιον, ου, τό,\n Dim. of φαικάς, Plut.', 'key': 'faika/sion'}