Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φαεσίμβροτος
φαεσφόρος
Φαίαξ
φαίδιμος
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρυντής
φαιδρύνω
φαιδρωπός
φαικάσιον
φαικάς
φαινόλης
φαινόλις
Φαίνων
φαίνω
φαιός
φαιοχίτων
φάκελος
φακῆ
View word page
φαιδρωπός
φαιδρωπός φαιδρ-ωπός, όν with bright, joyous look, Aesch., Eur.
ShortDef
with bright, joyous look
Debugging
Headword:
φαιδρωπός
Headword (normalized):
φαιδρωπός
Headword (normalized/stripped):
φαιδρωπος
IDX:
34457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34497
Key:
faidrwpo/s
Data
{'content': 'φαιδρωπός\n φαιδρ-ωπός, όν\n with bright, joyous look, Aesch., Eur.', 'key': 'faidrwpo/s'}