Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φαέθω
φαεινός
φαεσίμβροτος
φαεσφόρος
Φαίαξ
φαίδιμος
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρυντής
φαιδρύνω
φαιδρωπός
φαικάσιον
φαικάς
φαινόλης
φαινόλις
Φαίνων
φαίνω
φαιός
φαιοχίτων
View word page
φαιδρυντής
φαιδρυντής φαιδρυντής, οῦ, ὁ, a cleanser, washer:—fem. φαιδρύντρια, Aesch.

ShortDef

a cleanser, washer

Debugging

Headword:
φαιδρυντής
Headword (normalized):
φαιδρυντής
Headword (normalized/stripped):
φαιδρυντης
IDX:
34455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34495
Key:
faidrunth/s

Data

{'content': 'φαιδρυντής\n φαιδρυντής, οῦ, ὁ,\n a cleanser, washer:—fem. φαιδρύντρια, Aesch.', 'key': 'faidrunth/s'}