Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φαεθοντίς
φαέθω
φαεινός
φαεσίμβροτος
φαεσφόρος
Φαίαξ
φαίδιμος
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρυντής
φαιδρύνω
φαιδρωπός
φαικάσιον
φαικάς
φαινόλης
φαινόλις
Φαίνων
φαίνω
φαιός
View word page
φαιδρότης
φαιδρότης from φαιδρός φαιδρότης, ητος, ἡ, brightness: joyousness, Isocr.

ShortDef

brightness: joyousness

Debugging

Headword:
φαιδρότης
Headword (normalized):
φαιδρότης
Headword (normalized/stripped):
φαιδροτης
IDX:
34454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34494
Key:
faidro/ths

Data

{'content': 'φαιδρότης\n from φαιδρός\n φαιδρότης, ητος, ἡ,\n brightness: joyousness, Isocr.', 'key': 'faidro/ths'}