Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φαάντατος
φαάντερος
φαγεῖν
φάγος
φαεθοντίς
φαέθω
φαεινός
φαεσίμβροτος
φαεσφόρος
Φαίαξ
φαίδιμος
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρυντής
φαιδρύνω
φαιδρωπός
φαικάσιον
φαικάς
φαινόλης
View word page
φαίδιμος
φαίδιμος φαίδιμος, ον, φάω shining, of menʼs limbs, prob. in reference to the common use of oil, Od., Hes., Pind. of heroes, famous, glorious, Hom., Aesch.

ShortDef

Phaedimus
shining

Debugging

Headword:
φαίδιμος
Headword (normalized):
φαίδιμος
Headword (normalized/stripped):
φαιδιμος
IDX:
34450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34490
Key:
fai/dimos

Data

{'content': 'φαίδιμος\n φαίδιμος, ον,\n φάω\n shining, of menʼs limbs, prob. in reference to the common use of oil, Od., Hes., Pind.\n of heroes, famous, glorious, Hom., Aesch.', 'key': 'fai/dimos'}