Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιφορτίζω
ἀντιφράσσω
ἀντιφυλακή
ἀντιφύλαξ
ἀντιφυλάσσω
ἀντιφωνέω
ἀντίφωνος
ἀντιχαίρω
ἀντιχαρίζομαι
ἀντιχειροτονέω
ἀντιχορηγέω
ἀντιχόρηγος
ἀντιχράω
ἀντίχριστος
ἀντιψάλλω
ἀντίψαλμος
ἀντιψηφίζομαι
ἀντλέω
ἄντλημα
ἀντλία
ἄντλος
View word page
ἀντιχορηγέω
ἀντιχορηγέω from ἀντιχόρηγος to be a rival choragus, τινί to another, Dem.
ShortDef
to be a rival choragus
Debugging
Headword:
ἀντιχορηγέω
Headword (normalized):
ἀντιχορηγέω
Headword (normalized/stripped):
αντιχορηγεω
IDX:
3448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3449
Key:
a)ntixorhge/w
Data
{'content': 'ἀντιχορηγέω\n from ἀντιχόρηγος\n to be a rival choragus, τινί to another, Dem.', 'key': 'a)ntixorhge/w'}