Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑψόω
ὕω
φαάντατος
φαάντερος
φαγεῖν
φάγος
φαεθοντίς
φαέθω
φαεινός
φαεσίμβροτος
φαεσφόρος
Φαίαξ
φαίδιμος
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρυντής
φαιδρύνω
φαιδρωπός
φαικάσιον
View word page
φαεσφόρος
φαεσφόρος φαεσ-φόρος, ον, φάος, φέρω light-bringing, Aesch., Eur.
ShortDef
light-bringing
Debugging
Headword:
φαεσφόρος
Headword (normalized):
φαεσφόρος
Headword (normalized/stripped):
φαεσφορος
IDX:
34448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34488
Key:
faesfo/ros
Data
{'content': 'φαεσφόρος\n φαεσ-φόρος, ον,\n φάος, φέρω\n light-bringing, Aesch., Eur.', 'key': 'faesfo/ros'}