Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑψόροφος
ὑψόσε
ὕψος
ὑψοῦ
ὑψόω
ὕω
φαάντατος
φαάντερος
φαγεῖν
φάγος
φαεθοντίς
φαέθω
φαεινός
φαεσίμβροτος
φαεσφόρος
Φαίαξ
φαίδιμος
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
View word page
φαεθοντίς
φαεθοντίς φαεθοντίς, ίδος, poet. fem. of φαέθων shining, Anth.

ShortDef

shining

Debugging

Headword:
φαεθοντίς
Headword (normalized):
φαεθοντίς
Headword (normalized/stripped):
φαεθοντις
IDX:
34444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34484
Key:
faeqonti/s

Data

{'content': 'φαεθοντίς\n φαεθοντίς, ίδος,\n poet. fem. of φαέθων\n shining, Anth.', 'key': 'faeqonti/s'}