Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑψόθι
ὑψόροφος
ὑψόσε
ὕψος
ὑψοῦ
ὑψόω
ὕω
φαάντατος
φαάντερος
φαγεῖν
φάγος
φαεθοντίς
φαέθω
φαεινός
φαεσίμβροτος
φαεσφόρος
Φαίαξ
φαίδιμος
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
View word page
φάγος
φάγος from φᾰγεῖν φᾰγος, ου, ὁ, a glutton, NTest.

ShortDef

glutton

Debugging

Headword:
φάγος
Headword (normalized):
φάγος
Headword (normalized/stripped):
φαγος
IDX:
34443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34483
Key:
fago/s

Data

{'content': 'φάγος\n from φᾰγεῖν\n φᾰγος, ου, ὁ,\n a glutton, NTest.', 'key': 'fago/s'}