Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑψιχαίτης
ὑψόθεν
ὑψόθι
ὑψόροφος
ὑψόσε
ὕψος
ὑψοῦ
ὑψόω
ὕω
φαάντατος
φαάντερος
φαγεῖν
φάγος
φαεθοντίς
φαέθω
φαεινός
φαεσίμβροτος
φαεσφόρος
Φαίαξ
φαίδιμος
φαιδρόνους
View word page
φαάντερος
φαάντερος φαάντερος, α, ον Epic comp. of φαεινός brighter, Anth.
ShortDef
brighter
Debugging
Headword:
φαάντερος
Headword (normalized):
φαάντερος
Headword (normalized/stripped):
φααντερος
IDX:
34441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34481
Key:
faa/nteros
Data
{'content': 'φαάντερος\n φαάντερος, α, ον\n Epic comp. of φαεινός\n brighter, Anth.', 'key': 'faa/nteros'}