Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὕψιστος
ὑψίτερος
ὑψιφαής
ὑψίφρων
ὑψιχαίτης
ὑψόθεν
ὑψόθι
ὑψόροφος
ὑψόσε
ὕψος
ὑψοῦ
ὑψόω
ὕω
φαάντατος
φαάντερος
View word page
ὑψιχαίτης
ὑψιχαίτης ὑψῐ-χαίτης, ου, ὁ, χαίτη long-haired, Pind.
ShortDef
long-haired
Debugging
Headword:
ὑψιχαίτης
Headword (normalized):
ὑψιχαίτης
Headword (normalized/stripped):
υψιχαιτης
IDX:
34431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34471
Key:
u(yixai/ths
Data
{'content': 'ὑψιχαίτης\n ὑψῐ-χαίτης, ου, ὁ,\n χαίτη\n long-haired, Pind.', 'key': 'u(yixai/ths'}