Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὕψιστος
ὑψίτερος
ὑψιφαής
ὑψίφρων
ὑψιχαίτης
ὑψόθεν
ὑψόθι
ὑψόροφος
ὑψόσε
ὕψος
ὑψοῦ
ὑψόω
ὕω
View word page
ὑψιφαής
ὑψιφαής ὑψῐ-φαής, ές φαίνομαι φάος high-shining, far-seen, Anth.
ShortDef
high-shining, far-seen
Debugging
Headword:
ὑψιφαής
Headword (normalized):
ὑψιφαής
Headword (normalized/stripped):
υψιφαης
IDX:
34429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34469
Key:
u(yifah/s
Data
{'content': 'ὑψιφαής\n ὑψῐ-φαής, ές\n φαίνομαι\n φάος\n high-shining, far-seen, Anth.', 'key': 'u(yifah/s'}