Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὕψιστος
ὑψίτερος
ὑψιφαής
ὑψίφρων
ὑψιχαίτης
ὑψόθεν
ὑψόθι
ὑψόροφος
ὑψόσε
ὕψος
ὑψοῦ
ὑψόω
View word page
ὑψίτερος
ὑψίτερος ὑψίτερος, α, ον Comp. of adv. ὕψι loftier, Theocr.
ShortDef
loftier
Debugging
Headword:
ὑψίτερος
Headword (normalized):
ὑψίτερος
Headword (normalized/stripped):
υψιτερος
IDX:
34428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34468
Key:
u(yi/teros
Data
{'content': 'ὑψίτερος\n ὑψίτερος, α, ον\n Comp. of adv. ὕψι\n loftier, Theocr.', 'key': 'u(yi/teros'}