Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὕψι
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὕψιστος
ὑψίτερος
ὑψιφαής
ὑψίφρων
ὑψιχαίτης
ὑψόθεν
ὑψόθι
ὑψόροφος
ὑψόσε
ὕψος
View word page
ὑψίπυργος
ὑψίπυργος ὑψί-πυργος, ον, high-towered, Aesch., Soph.
ShortDef
high-towered
Debugging
Headword:
ὑψίπυργος
Headword (normalized):
ὑψίπυργος
Headword (normalized/stripped):
υψιπυργος
IDX:
34426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34466
Key:
u(yi/purgos
Data
{'content': 'ὑψίπυργος\n ὑψί-πυργος, ον,\n high-towered, Aesch., Soph.', 'key': 'u(yi/purgos'}