Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑψινεφής
ὑψιπαγής
ὕψι
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὕψιστος
ὑψίτερος
ὑψιφαής
ὑψίφρων
ὑψιχαίτης
ὑψόθεν
ὑψόθι
ὑψόροφος
View word page
ὑψίπρῳρος
ὑψίπρῳρος ὑψί-πρῳρος, ον, πρῷρα with high prow, Strab.
ShortDef
with high prow
Debugging
Headword:
ὑψίπρῳρος
Headword (normalized):
ὑψίπρῳρος
Headword (normalized/stripped):
υψιπρωρος
IDX:
34424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34464
Key:
u(yi/prw|ros
Data
{'content': 'ὑψίπρῳρος\n ὑψί-πρῳρος, ον,\n πρῷρα\n with high prow, Strab.', 'key': 'u(yi/prw|ros'}