Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψιπαγής
ὕψι
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὕψιστος
ὑψίτερος
ὑψιφαής
ὑψίφρων
ὑψιχαίτης
ὑψόθεν
ὑψόθι
View word page
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρυμνος ὑψί-πρυμνος, ον, πρύμνα with high stern, Strab.
ShortDef
with high stern
Debugging
Headword:
ὑψίπρυμνος
Headword (normalized):
ὑψίπρυμνος
Headword (normalized/stripped):
υψιπρυμνος
IDX:
34423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34463
Key:
u(yi/prumnos
Data
{'content': 'ὑψίπρυμνος\n ὑψί-πρυμνος, ον,\n πρύμνα\n with high stern, Strab.', 'key': 'u(yi/prumnos'}