Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
υ
ὑψίλοφος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψιπαγής
ὕψι
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὕψιστος
ὑψίτερος
ὑψιφαής
ὑψίφρων
View word page
ὑψιπέτης
ὑψιπέτης ὑψῐ-πέτης, ου, πέτομαι high-flying, soaring, Hom., Ar.: generally lofty, Eur.
ShortDef
high-flying, soaring
Debugging
Headword:
ὑψιπέτης
Headword (normalized):
ὑψιπέτης
Headword (normalized/stripped):
υψιπετης
IDX:
34420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34460
Key:
u(yipe/ths
Data
{'content': 'ὑψιπέτης\n ὑψῐ-πέτης, ου,\n πέτομαι\n high-flying, soaring, Hom., Ar.: generally lofty, Eur.', 'key': 'u(yipe/ths'}