Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑψίκρημνος
υ
ὑψίλοφος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψιπαγής
ὕψι
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὕψιστος
ὑψίτερος
ὑψιφαής
View word page
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτηλος ὑψῐ-πέτηλος, ον, Epic for ὑψιπέταλος with high foliage, towering, Hom.

ShortDef

with high foliage, towering

Debugging

Headword:
ὑψιπέτηλος
Headword (normalized):
ὑψιπέτηλος
Headword (normalized/stripped):
υψιπετηλος
IDX:
34419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34459
Key:
u(yipe/thlos

Data

{'content': 'ὑψιπέτηλος\n ὑψῐ-πέτηλος, ον,\n Epic for ὑψιπέταλος\n with high foliage, towering, Hom.', 'key': 'u(yipe/thlos'}