Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψίκρημνος
υ
ὑψίλοφος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψιπαγής
ὕψι
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὕψιστος
View word page
ὑψίπεδος
ὑψίπεδος ὑψί-πεδος, ον, with high ground, high-placed, Pind.
ShortDef
with high ground, high-placed
Debugging
Headword:
ὑψίπεδος
Headword (normalized):
ὑψίπεδος
Headword (normalized/stripped):
υψιπεδος
IDX:
34417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34457
Key:
u(yi/pedos
Data
{'content': 'ὑψίπεδος\n ὑψί-πεδος, ον,\n with high ground, high-placed, Pind.', 'key': 'u(yi/pedos'}