Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψίκρημνος
υ
ὑψίλοφος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψιπαγής
ὕψι
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
View word page
ὕψι
ὕψι on high, aloft, Hom.: on the high sea, out at sea, Od. Hence ὑψίων, ὑψίτερος, ὑψίστος.

ShortDef

on high, aloft

Debugging

Headword:
ὕψι
Headword (normalized):
ὕψι
Headword (normalized/stripped):
υψι
IDX:
34416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34456
Key:
u(/yi

Data

{'content': 'ὕψι\n on high, aloft, Hom.: on the high sea, out at sea, Od.\n Hence ὑψίων, ὑψίτερος, ὑψίστος.', 'key': 'u(/yi'}