Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑψικέλευθος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψίκρημνος
υ
ὑψίλοφος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψιπαγής
ὕψι
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
ὑψίπυλος
View word page
ὑψιπαγής
ὑψιπαγής ὑψῐ-πᾰγής, ές πᾰγῆναι high-built, towering, Anth.
ShortDef
high-built, towering
Debugging
Headword:
ὑψιπαγής
Headword (normalized):
ὑψιπαγής
Headword (normalized/stripped):
υψιπαγης
IDX:
34415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34455
Key:
u(yipagh/s
Data
{'content': 'ὑψιπαγής\n ὑψῐ-πᾰγής, ές\n πᾰγῆναι\n high-built, towering, Anth.', 'key': 'u(yipagh/s'}