Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψίκρημνος
υ
ὑψίλοφος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψιπαγής
ὕψι
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
View word page
ὑψινεφής
ὑψινεφής ὑψῐ-νεφής, ές νέφος dwelling high in the clouds, Pind.

ShortDef

dwelling high in the clouds

Debugging

Headword:
ὑψινεφής
Headword (normalized):
ὑψινεφής
Headword (normalized/stripped):
υψινεφης
IDX:
34414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34454
Key:
u(yinefh/s

Data

{'content': 'ὑψινεφής\n ὑψῐ-νεφής, ές\n νέφος\n dwelling high in the clouds, Pind.', 'key': 'u(yinefh/s'}