Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψίκρημνος
υ
ὑψίλοφος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψιπαγής
ὕψι
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
View word page
ὑψιμέλαθρος
ὑψιμέλαθρος ὑψῐ-μέλαθρος, ον, μέλαθρον high-built, Hhymn.
ShortDef
high-built
Debugging
Headword:
ὑψιμέλαθρος
Headword (normalized):
ὑψιμέλαθρος
Headword (normalized/stripped):
υψιμελαθρος
IDX:
34413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34453
Key:
u(yime/laqros
Data
{'content': 'ὑψιμέλαθρος\n ὑψῐ-μέλαθρος, ον,\n μέλαθρον\n high-built, Hhymn.', 'key': 'u(yime/laqros'}