Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑψίζυγος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψίκρημνος
υ
ὑψίλοφος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψιπαγής
ὕψι
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
ὑψιπέτηλος
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπους
View word page
ὑψιμέδων
ὑψιμέδων ὑψῐ-μέδων, οντος, ruling on high, Hes., Ar. metaph. towering, Pind.

ShortDef

ruling on high

Debugging

Headword:
ὑψιμέδων
Headword (normalized):
ὑψιμέδων
Headword (normalized/stripped):
υψιμεδων
IDX:
34412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34452
Key:
u(yime/dwn

Data

{'content': 'ὑψιμέδων\n ὑψῐ-μέδων, οντος,\n ruling on high, Hes., Ar.\n metaph. towering, Pind.', 'key': 'u(yime/dwn'}