Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑψιβόας
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγυιος
ὑψίζυγος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψίκρημνος
υ
ὑψίλοφος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψιπαγής
ὕψι
ὑψίπεδος
ὑψιπετήεις
View word page
ὑψίκομπος
ὑψίκομπος ὑψί-κομπος, ον, high boasting, arrogant: adv., Soph.

ShortDef

high boasting, arrogant

Debugging

Headword:
ὑψίκομπος
Headword (normalized):
ὑψίκομπος
Headword (normalized/stripped):
υψικομπος
IDX:
34408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34448
Key:
u(yi/kompos

Data

{'content': 'ὑψίκομπος\n ὑψί-κομπος, ον,\n high boasting, arrogant: adv., Soph.', 'key': 'u(yi/kompos'}