Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑψηχής
ὑψίβατος
ὑψιβόας
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγυιος
ὑψίζυγος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψίκρημνος
υ
ὑψίλοφος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψιπαγής
ὕψι
View word page
ὑψίκερως
ὑψίκερως ὑψί-κερως, ων, κέρας high-horned, Od., Soph.: —also metapl. acc. ἱψικέρᾱτα πέτραν a high-peaked rock, Pind. ap. Ar.

ShortDef

high-horned

Debugging

Headword:
ὑψίκερως
Headword (normalized):
ὑψίκερως
Headword (normalized/stripped):
υψικερως
IDX:
34406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34446
Key:
u(yi/kerws

Data

{'content': 'ὑψίκερως\n ὑψί-κερως, ων,\n κέρας\n high-horned, Od., Soph.: —also metapl. acc. ἱψικέρᾱτα πέτραν a high-peaked rock, Pind. ap. Ar.', 'key': 'u(yi/kerws'}