Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὑψίβατος
ὑψιβόας
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγυιος
ὑψίζυγος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψίκρημνος
υ
ὑψίλοφος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψιπαγής
View word page
ὑψικέλευθος
ὑψικέλευθος ὑψῐ-κέλευθος, ον, wandering on high, Anth.

ShortDef

wandering on high

Debugging

Headword:
ὑψικέλευθος
Headword (normalized):
ὑψικέλευθος
Headword (normalized/stripped):
υψικελευθος
IDX:
34405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34445
Key:
u(yike/leuqos

Data

{'content': 'ὑψικέλευθος\n ὑψῐ-κέλευθος, ον,\n wandering on high, Anth.', 'key': 'u(yike/leuqos'}