Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑψηλόφρων
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὑψίβατος
ὑψιβόας
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγυιος
ὑψίζυγος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψίκρημνος
υ
ὑψίλοφος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
View word page
ὑψικάρηνος
ὑψικάρηνος ὑψῐ-κάρηνος, ον, κάρηνον high-topped, Hhymn.

ShortDef

high-topped

Debugging

Headword:
ὑψικάρηνος
Headword (normalized):
ὑψικάρηνος
Headword (normalized/stripped):
υψικαρηνος
IDX:
34404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34444
Key:
u(yika/rhnos

Data

{'content': 'ὑψικάρηνος\n ὑψῐ-κάρηνος, ον,\n κάρηνον\n high-topped, Hhymn.', 'key': 'u(yika/rhnos'}