Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλός
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλόφρων
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὑψίβατος
ὑψιβόας
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγυιος
ὑψίζυγος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψίκρημνος
υ
View word page
ὑψιγέννητος
ὑψιγέννητος ὑψῐ-γέννητος, ον, born on high, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος its topmost shoot, Aesch.

ShortDef

born on high

Debugging

Headword:
ὑψιγέννητος
Headword (normalized):
ὑψιγέννητος
Headword (normalized/stripped):
υψιγεννητος
IDX:
34400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34440
Key:
u(yige/nnhtos

Data

{'content': 'ὑψιγέννητος\n ὑψῐ-γέννητος, ον,\n born on high, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος its topmost shoot, Aesch.', 'key': 'u(yige/nnhtos'}