Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλός
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλόφρων
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὑψίβατος
ὑψιβόας
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγυιος
ὑψίζυγος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψίκρημνος
View word page
ὑψιβρεμέτης
ὑψιβρεμέτης ὑψι-βρεμέτης, ου, ὁ, βρέμω high-thundering, Hom.
ShortDef
high-thundering
Debugging
Headword:
ὑψιβρεμέτης
Headword (normalized):
ὑψιβρεμέτης
Headword (normalized/stripped):
υψιβρεμετης
IDX:
34399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34439
Key:
u(yibreme/ths
Data
{'content': 'ὑψιβρεμέτης\n ὑψι-βρεμέτης, ου, ὁ,\n βρέμω\n high-thundering, Hom.', 'key': 'u(yibreme/ths'}