Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑψηλαυχενία
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλός
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλόφρων
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὑψίβατος
ὑψιβόας
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγυιος
ὑψίζυγος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
ὑψίκερως
ὑψίκομος
View word page
ὑψίβατος
ὑψίβατος ὑψί-βᾰτος, ον, set on high, high-placed, Pind., Soph.
ShortDef
set on high, high-placed
Debugging
Headword:
ὑψίβατος
Headword (normalized):
ὑψίβατος
Headword (normalized/stripped):
υψιβατος
IDX:
34397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34437
Key:
u(yi/batos
Data
{'content': 'ὑψίβατος\n ὑψί-βᾰτος, ον,\n set on high, high-placed, Pind., Soph.', 'key': 'u(yi/batos'}