Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑψήγορος
ὑψήεις
ὑψηλαυχενία
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλός
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλόφρων
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὑψίβατος
ὑψιβόας
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγυιος
ὑψίζυγος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
View word page
ὑψηρεφής
ὑψηρεφής ὑψ-ηρεφής, ές = ὑψερεφής, Il.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑψηρεφής
Headword (normalized):
ὑψηρεφής
Headword (normalized/stripped):
υψηρεφης
IDX:
34395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34435
Key:
u(yhrefh/s

Data

{'content': 'ὑψηρεφής\n ὑψ-ηρεφής, ές\n = ὑψερεφής, Il.', 'key': 'u(yhrefh/s'}