Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑψερεφής
ὑψήγορος
ὑψήεις
ὑψηλαυχενία
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλός
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλόφρων
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὑψίβατος
ὑψιβόας
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγυιος
ὑψίζυγος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
View word page
ὑψηλόφρων
ὑψηλόφρων ὑψηλό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν high-minded, high-spirited, haughty, Eur., Plat.
ShortDef
high-minded, high-spirited, haughty
Debugging
Headword:
ὑψηλόφρων
Headword (normalized):
ὑψηλόφρων
Headword (normalized/stripped):
υψηλοφρων
IDX:
34394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34434
Key:
u(yhlo/frwn
Data
{'content': 'ὑψηλόφρων\n ὑψηλό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,\n φρήν\n high-minded, high-spirited, haughty, Eur., Plat.', 'key': 'u(yhlo/frwn'}