Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑψαυχενίζω
ὑψαύχην
ὑψερεφής
ὑψήγορος
ὑψήεις
ὑψηλαυχενία
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλός
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλόφρων
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὑψίβατος
ὑψιβόας
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγυιος
ὑψίζυγος
View word page
ὑψηλός
ὑψηλός ὑψηλός, ή, όν ὕψι high, lofty, high-raised, Lat. altus, sublimis, Hom., Hdt., Trag., etc.; of a highland country, χώρη ὀρεινὴ καὶ ὑψηλή Hdt.; ὑψηλὰ χωρία Thuc. metaph. high, lofty, stately, Pind., Plat.; ὑψηλὰ κομπεῖν to talk loftily, Soph.; πνεῦμα ὑψηλὸν αἴρειν Eur.

ShortDef

high, lofty, high-raised

Debugging

Headword:
ὑψηλός
Headword (normalized):
ὑψηλός
Headword (normalized/stripped):
υψηλος
IDX:
34392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34432
Key:
u(yhlo/s

Data

{'content': 'ὑψηλός\n ὑψηλός, ή, όν\n ὕψι\n high, lofty, high-raised, Lat. altus, sublimis, Hom., Hdt., Trag., etc.; of a highland country, χώρη ὀρεινὴ καὶ ὑψηλή Hdt.; ὑψηλὰ χωρία Thuc.\n metaph. high, lofty, stately, Pind., Plat.; ὑψηλὰ κομπεῖν to talk loftily, Soph.; πνεῦμα ὑψηλὸν αἴρειν Eur.', 'key': 'u(yhlo/s'}