Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑψαγόρας
ὑψαυχενίζω
ὑψαύχην
ὑψερεφής
ὑψήγορος
ὑψήεις
ὑψηλαυχενία
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλός
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλόφρων
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὑψίβατος
ὑψιβόας
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγυιος
View word page
ὑψηλόνοος
ὑψηλόνοος ὑψηλό-νους, ουν, high-minded: τὸ ὑψηλόνουν Plat.

ShortDef

high-minded

Debugging

Headword:
ὑψηλόνοος
Headword (normalized):
ὑψηλόνοος
Headword (normalized/stripped):
υψηλονοος
IDX:
34391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34431
Key:
u(yhlo/nous

Data

{'content': 'ὑψηλόνοος\n ὑψηλό-νους, ουν,\n high-minded: τὸ ὑψηλόνουν Plat.', 'key': 'u(yhlo/nous'}