Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὕφυδρος
ὑψαγόρας
ὑψαυχενίζω
ὑψαύχην
ὑψερεφής
ὑψήγορος
ὑψήεις
ὑψηλαυχενία
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλός
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλόφρων
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὑψίβατος
ὑψιβόας
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
View word page
ὑψηλολόγος
ὑψηλολόγος ὑψηλο-λόγος, ον, talking high, vaunting.

ShortDef

talking high, vaunting

Debugging

Headword:
ὑψηλολόγος
Headword (normalized):
ὑψηλολόγος
Headword (normalized/stripped):
υψηλολογος
IDX:
34390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34430
Key:
u(yhlolo/gos

Data

{'content': 'ὑψηλολόγος\n ὑψηλο-λόγος, ον,\n talking high, vaunting.', 'key': 'u(yhlolo/gos'}