Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑφορμίζομαι
ὕφορμος
ὕφυδρος
ὑψαγόρας
ὑψαυχενίζω
ὑψαύχην
ὑψερεφής
ὑψήγορος
ὑψήεις
ὑψηλαυχενία
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλός
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλόφρων
ὑψηρεφής
ὑψηχής
ὑψίβατος
ὑψιβόας
View word page
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλόκρημνος ὑψηλό-κρημνος, ον, with lofty cliffs, Aesch.

ShortDef

with lofty cliffs

Debugging

Headword:
ὑψηλόκρημνος
Headword (normalized):
ὑψηλόκρημνος
Headword (normalized/stripped):
υψηλοκρημνος
IDX:
34388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34428
Key:
u(yhlo/krhmnos

Data

{'content': 'ὑψηλόκρημνος\n ὑψηλό-κρημνος, ον,\n with lofty cliffs, Aesch.', 'key': 'u(yhlo/krhmnos'}