Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑφορβός
ὑφορμέω
ὑφορμίζομαι
ὕφορμος
ὕφυδρος
ὑψαγόρας
ὑψαυχενίζω
ὑψαύχην
ὑψερεφής
ὑψήγορος
ὑψήεις
ὑψηλαυχενία
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλός
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλόφρων
ὑψηρεφής
ὑψηχής
View word page
ὑψήεις
ὑψήεις poet. for ὑψηλός, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑψήεις
Headword (normalized):
ὑψήεις
Headword (normalized/stripped):
υψηεις
IDX:
34386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34426
Key:
u(yh/eis

Data

{'content': 'ὑψήεις\n poet. for ὑψηλός, Anth.', 'key': 'u(yh/eis'}