Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑφίστημι
ὑφοράω
ὑφορβός
ὑφορμέω
ὑφορμίζομαι
ὕφορμος
ὕφυδρος
ὑψαγόρας
ὑψαυχενίζω
ὑψαύχην
ὑψερεφής
ὑψήγορος
ὑψήεις
ὑψηλαυχενία
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλός
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλόφρων
View word page
ὑψερεφής
ὑψερεφής ὑψ-ερεφής, ές ἐρέφω high-roofed, high-vaulted, Hom., Ar.
ShortDef
high-roofed, high-vaulted
Debugging
Headword:
ὑψερεφής
Headword (normalized):
ὑψερεφής
Headword (normalized/stripped):
υψερεφης
IDX:
34384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34424
Key:
u(yerefh/s
Data
{'content': 'ὑψερεφής\n ὑψ-ερεφής, ές\n ἐρέφω\n high-roofed, high-vaulted, Hom., Ar.', 'key': 'u(yerefh/s'}