Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑφίζω
ὑφίημι
ὑφικάνω
ὑφίστημι
ὑφοράω
ὑφορβός
ὑφορμέω
ὑφορμίζομαι
ὕφορμος
ὕφυδρος
ὑψαγόρας
ὑψαυχενίζω
ὑψαύχην
ὑψερεφής
ὑψήγορος
ὑψήεις
ὑψηλαυχενία
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
View word page
ὑψαγόρας
ὑψαγόρας ὑψ-ᾰγόρας, Ionic -ης, ου, ὁ, ἀγορεύω a big talker, boaster, braggart, Od.

ShortDef

a big talker, boaster, braggart

Debugging

Headword:
ὑψαγόρας
Headword (normalized):
ὑψαγόρας
Headword (normalized/stripped):
υψαγορας
IDX:
34381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34421
Key:
u(yago/ras

Data

{'content': 'ὑψαγόρας\n ὑψ-ᾰγόρας, Ionic -ης, ου, ὁ,\n ἀγορεύω\n a big talker, boaster, braggart, Od.', 'key': 'u(yago/ras'}