Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑφηνίοχος
ὑφή
ὑφήσσων
ὑφιζάνω
ὑφίζησις
ὑφίζω
ὑφίημι
ὑφικάνω
ὑφίστημι
ὑφοράω
ὑφορβός
ὑφορμέω
ὑφορμίζομαι
ὕφορμος
ὕφυδρος
ὑψαγόρας
ὑψαυχενίζω
ὑψαύχην
ὑψερεφής
ὑψήγορος
ὑψήεις
View word page
ὑφορβός
ὑφορβός ὑ-φορβός, οῦ, ὁ, = συφορβός, Od.
ShortDef
swineherd (also συφορβός)
Debugging
Headword:
ὑφορβός
Headword (normalized):
ὑφορβός
Headword (normalized/stripped):
υφορβος
IDX:
34376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34416
Key:
u(forbo/s
Data
{'content': 'ὑφορβός\n ὑ-φορβός, οῦ, ὁ,\n = συφορβός, Od.', 'key': 'u(forbo/s'}