Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑφήγησις
ὑφηγητής
ὑφηνιοχέω
ὑφηνίοχος
ὑφή
ὑφήσσων
ὑφιζάνω
ὑφίζησις
ὑφίζω
ὑφίημι
ὑφικάνω
ὑφίστημι
ὑφοράω
ὑφορβός
ὑφορμέω
ὑφορμίζομαι
ὕφορμος
ὕφυδρος
ὑψαγόρας
ὑψαυχενίζω
ὑψαύχην
View word page
ὑφικάνω
ὑφικάνω = ὑπέρχομαι II to steal over one, Il.

ShortDef

to steal over

Debugging

Headword:
ὑφικάνω
Headword (normalized):
ὑφικάνω
Headword (normalized/stripped):
υφικανω
IDX:
34373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34413
Key:
u(fika/nw

Data

{'content': 'ὑφικάνω\n = ὑπέρχομαι II\n to steal over one, Il.', 'key': 'u(fika/nw'}