Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑφεκτέος
ὑφελκτέος
ὑφέλκω
ὑφέρπω
ὑφηγεμών
ὑφηγέομαι
ὑφήγησις
ὑφηγητής
ὑφηνιοχέω
ὑφηνίοχος
ὑφή
ὑφήσσων
ὑφιζάνω
ὑφίζησις
ὑφίζω
ὑφίημι
ὑφικάνω
ὑφίστημι
ὑφοράω
ὑφορβός
ὑφορμέω
View word page
ὑφή
ὑφή ὑφή, ἡ, ὑφαίνω a web, in pl., Aesch., Eur.

ShortDef

a web

Debugging

Headword:
ὑφή
Headword (normalized):
ὑφή
Headword (normalized/stripped):
υφη
IDX:
34367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34407
Key:
u(fh/

Data

{'content': 'ὑφή\n ὑφή, ἡ,\n ὑφαίνω\n a web, in pl., Aesch., Eur.', 'key': 'u(fh/'}